ἔχωσι

ἔχωσι
ἔχω
check
pres subj act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔχωσ' — ἔχωσι , ἔχω check pres subj act 3rd pl ἔχωσα , χόω throw aor ind act 1st sg ἔχωσε , χόω throw aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • не — 1 (>20 000) част. отриц. Может употребляться при любом члене предлож. Если относится к слову с предл., то ставится перед предл. 1.Служит для выражения полного отрицания того, что обозначает слово или словосочетание, перед которым она стоит:… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… …   Dictionary of Greek

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

  • παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

  • προορώ — προορῶ, άω, ΝΜΑ [ὁρῶ] νεοελλ. (μόνον στον αόρ.) προείδα είδα εκ τών προτέρων, έχω προβλέψει μσν. αρχ. 1. βλέπω μπροστά, διακρίνω σε απόσταση μπροστά μου («οἱ μὲν διὰ τὴν δυσχωρίαν ἔπιπτον, οἱ δὲ καὶ διὰ τὸ μὴ προορᾱν τὰ ἔμπροσθεν», Ξεν.) 2. βλέπω …   Dictionary of Greek

  • Μανολάκης, Καστοριανός — (17ος αι.). Πλούσιος έμπορος. Καταγόταν από την Καστοριά. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Εμφανίστηκε το 1660 στην Κωνσταντινούπολη ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”